• Σελίδες

  • Φρέσκα κείμενα

  • Το μακρύ και το κοντό μας…

    Maria Georgiou στη 3 σύντομες σκέψεις περί ε…
    mpampakis στη It’s a wrap
    Stavrula στη It’s a wrap
    mpampakis στη Εμβόλια και άνοια
    silia στη Εμβόλια και άνοια
    mpampakis στη 49
    mpampakis στη 49
    mpampakis στη 49
    Snowball στη 49
    kaltsovrako στη 49
  • a

  • Μαρτίου 2008
    Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
     12
    3456789
    10111213141516
    17181920212223
    24252627282930
    31  
  • Στις ντουλάπες του αρχείου

  • Μεταστοιχεία

Ιστορία πειρατών και δράκων Ι

Μέρος Α’: Σύγκρουση ηθών

Ξεκινώντας την αφήγησή μας, απαιτείται οπωσδήποτε ως θεμελιώδης λίθος η περιγραφή μιας ταβέρνας σε ένα λιμάνι που κάποτε θα το πούνε Πορτ-ω-Πρενς, στην Καραϊβική του 1610 περίπου, και πριν δούμε πώς έμοιαζε ένα τυπικό βράδυ σε ένα τέτοιο τυπικό καταγώγιο του λιμανιού, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι τότε η περιοχή είχε ακόμη το ισπανικό της όνομα, Σάντα Μαρία ντελ Πουέρτο, αυτό που της είχαν χαρίσει οι πρώτοι ευρωπαίοι άποικοι, σαφώς σαρκοβόροι θηρευτές σε σχέση με τα ντόπια μηρυκαστικά, οι ίδιοι ματοβαμμένοι μακελάρηδες που θέρισαν τον πληθυσμό των δυτικών ακτών της Εσπανιόλα και που είδαν τον πρώτο οικισμό τους να καίγεται από τους Γάλλους ανταγωνιστές τους. Αυτός ο τόπος ήταν σφραγισμένος με βία από την γέννησή του, γεμάτος δάκρυα και ικεσίες καταδικασμένων, γεμάτος ωμότητα. Δεν είναι δύσκολο να συμπεράνουμε πως τα πράγματα πήγαν ακόμα χειρότερα μετά την δεύτερη καταστροφή του λιμανιού, αυτή την φορά από τους Εγγλέζους, ας μην κατηγορήσει κανένας τις αποικιακές δυνάμεις για έλλειψη φαντασίας ή έστω για συντονισμένες ενέργειες τύπου καρτέλ, πολύ χειρότερα τα πράγματα λοιπόν καθώς κάθε μορφή κεντρικής διακυβέρνησης, όσο αδίστακτης κι αν ήταν, είχε πια εκλείψει.

Το μέρος είναι μικρό, χαμηλοτάβανο, σκοτεινό και πρόχειρο. Η ατμόσφαιρα είναι ακόμα χειρότερη, γεμάτη οσμές από καπνούς, ύποπτα φαγητά και κατουρλιό. Οι άνδρες που στοιβάζονται δεξιά κι αριστερά σε μακρουλούς, ακατέργαστους ξύλινους πάγκους είναι σκληροί και βρώμικοι, είναι τόσο βρώμικοι που η εξευγενισμένη όσφρηση ενός σύγχρονου ανθρώπου θα ένιωθε αποστροφή σε βαθμό αναγούλας. Θα ήταν σφάλμα φυσικά να αγνοήσουμε την ύπαρξη λίγων γυναικών, επιφορτισμένων να βοηθάνε στο σερβίρισμα. Αυτές δεν δείχνουν σε καλύτερη κατάσταση υγιεινής από τους άνδρες, έτσι καθώς κινούνται επιδέξια ανάμεσα σε τραπέζια, πάγκους και χέρια που τις χουφτώνουν χωρίς συστολή. Θα έχουν άλλωστε και τα επ’ αμοιβή τυχερά τους προς το τέλος της νύχτας, καθώς οι πελάτες, οι ναύτες που μεθοκοπάνε με τόση αξιοθαύμαστη προσήλωση σε αυτό που κάνουν, κουβαλάνε πάνω τους ένα μίασμα που είναι απαγορευτικό για τις γυναίκες που ζουν δύο τετράγωνα πέρα από το λιμάνι. Οι ναύτες που φωνάζουν και βρίζουν, που διηγούνται εξωφρενικά κατορθώματα και πρόστυχα ανέκδοτα, που γρονθοκοπούν το στέρνο τους σαν γορίλες στο ξέφωτο της ζούγκλας επιδεικνύοντας την αρσενικότητά τους, είναι πειρατές.

Είναι αληθινά μεγάλος ο πειρασμός να τους κρίνουμε με τα μέτρα και τα σταθμά της σύγχρονης ηθικής, καθώς και της σύγχρονης υγιεινής, κι ο πειρασμός πάντοτε νικά τον άνθρωπο, είτε πρόκειται για σύγχρονο είτε όχι, στο τέλος – τέλος οι λίγοι εκείνοι που καταφέρνουν να νικάνε τον πειρασμό λέγονται άγιοι, όμως χρειάζεται να συγκρατηθούμε για να εστιάσουμε σε ορισμένες φιγούρες που ξεχωρίζουν από τις άλλες, διότι στη ζωή κάθε ανθρώπου μπορεί ο ίδιος να είναι ο πρωταγωνιστής, ή έστω να την βιώνει ως πρωταγωνιστής, ή μάλλον για να ακριβολογήσουμε τελειωτικά να εύχεται να είναι ο πρωταγωνιστής της ίδιας της μοναδικής κι ανεπανάληπτης ευκαιρίας να ζήσει μια ζωή, αλλά κακά τα ψέμματα: αν δεν ξεχωρίσουμε ορισμένους χαρακτήρες και πρόσωπα, πρωταγωνιστές, δευτεραγωνιστές, υποστηρικτικά πρόσωπα, ακόμα και βουβούς παραστάτες, η όποια αφήγηση δεν θα έχει νόημα κι εδώ καλούμαστε να κάνουμε μια αφήγηση, μια αφήγηση με δομή, με αρχή, μέση και τέλος, μια αφήγηση που συμβαίνει σε ένα λιμάνι της Καραϊβικής του 1610 περίπου.

Ανάμεσα στο πλήθος που γεμίζει τους πρόχειρα φτιαγμένους, αυστηρούς, σχεδόν μοναστηριακούς, πάγκους της ταβέρνας, υπάρχει πρώτα ένας πειρατής που ξεχωρίζει ευθύς αμέσως, που κάθεται στην πιο κεντρική θέση, στο πιο κεντρικό τραπέζι. Μιλά δυνατότερα από όλους και συμπεριφέρεται ως το φύσει και θέσει κυρίαρχο αρσενικό της αγέλης. Για να τον ξεχωρίσουμε από το πλήθος των κομπάρσων χρειαζόμαστε φυσικά ένα όνομα και το όνομα θα το πούμε, αν και δεν είναι τίποτα ένα όνομα, δεν είναι αυτό που καθορίζει τον άνθρωπο, μπορεί να γνωρίζουμε το όνομά του και να μην ξέρουμε τίποτα για αυτόν, μπορεί να γνωρίζουμε φύλο, χρώμα μαλλιών και ματιών, ύψος, ηλικία και βάρος, καθώς και τόσα άλλα πράγματα όπως χροιά φωνής, συνήθειες, προτιμήσεις, φοβίες, ντύσιμο, γούστο, χόμπυ, παρέες, και πάλι να μην γνωρίζουμε άλλα τόσα που ακόμα και αυτά να ξέραμε πάλι αυτός ο άνθρωπος απέναντί μας θα παρέμενε για μας ένας απροσδόκητος άγνωστος, που θα βρει κάπου, κάπως, κάποτε την ευκαιρία να μας εκπλήξει με την συμπεριφορά του. Έστω και συμβατικά όμως και με επίγνωση του αγνωστικισμού με τον οποίο οφείλουμε να προσεγγίζουμε τις ανθρώπινες γνωριμίες, είναι σωστό να ξεκινήσουμε με ένα όνομα, και μάλιστα το όνομα με το οποίο ήταν γνωστός στους υπόλοιπους πελάτες στο καταγώγι, στο όνομα με το οποίο ήταν γνωστός στο σινάφι του. Και το όνομα αυτό ήταν Πιέρ ο Ξανθός ή αλλιώς Κάπταιν Πιέρ, ένας παράδοξος συνδυασμός αγγλικών και γαλλικών, ή και Ξανθός Καπετάνιος, άνθρωπος με ιδιαίτερη φήμη για την σκληρότητά του ανάμεσα σε ανθρώπους που ανταγωνίζονταν σε αυτήν επί της ουσίας και όχι μόνο κατ’ όνομα. Τελικά οι αρετές από τις οποίες σε εκτιμούν οι όμοιοί σου είναι σημάδι φυσικής επιλογής καθώς μόνο με αυτές επιβιώνεις, και για τους πειρατές η σκληρότητα είναι μια τέτοια, και στην Καραϊβική των αρχών του 17ου αιώνα μόνο οι πολύ σκληροί και αδίστακτοι θα μπορούσαν να επιβιώσουν, να ζήσουν, έστω και αυτή την ζωή που ζούσαν, σύντομη, βίαιη και με ελάχιστες φωτεινές στιγμές, αυτοί οι ακαλλιέργητοι άνθρωποι που δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν την ομορφιά του ανοιχτού θαλασσινού ορίζοντα ούτε την φινέτσα του τρόπου που κολυμπάνε τα δελφίνια, ούτε το χάδι της πρωινής αύρας, αλλά μόνο την αψιά γεύση που έχει το ρούμι και την κόψη που έχουν τα λεπίδια τους κι ίσως εδώ πρέπει να σταθούμε, να σκεφτούμε πόσο επικριτικοί γινόμαστε και ίσως να αναρωτηθούμε αν κάπως έτσι θα μιλάνε και για μας οι άνθρωποι που θα έρθουν να ζήσουν στον κόσμο μας μετά από αιώνες, μήπως αυτά που σήμερα μας φαίνονται φυσιολογικά και καθημερινά θα τους φαίνονται βαρβαρότητες και θα απορούν πώς τα διατηρούσαμε, ίσως όπως εμείς κοιτάμε τον θεσμό της δουλείας αυτοί να κοιτούν τον θεσμό του χρηματιστηρίου ή του σχολείου ή οτιδήποτε άλλο που μας φαίνεται φυσιολογικό επειδή μεγαλώσαμε μέσα σε αυτό. Και εδώ καταλήγουμε σε ένα συμπέρασμα, ένα συμπέρασμα για την αξία της κριτικής στάσης απέναντι στην σκληρότητα των πειρατών, πρόκειται για ανθρώπους που δεν έμαθαν ότι υπάρχει εναλλακτική, που δεν ξέρουν ότι μπορείς να ζεις και μια ζωή χωρίς να παίρνεις τις ζωές των άλλων, έπασχαν περισσότερο από έλλειψη φαντασίας παρά από έλλειψη ηθικών αρχών, και σήμερα μπορούμε να κοιτάμε τα βιβλία και τις μελέτες για την ζωή που ζούσαν και να λέμε «όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι τώρα βεβαίως νεκροί και λίγη σημασία έχουν όσα έπραξαν ή δεν έπραξαν», αλλά εμείς πρέπει να προσέξουμε, να προσέξουμε πολύ, να μην υποκύψουμε στον πειρασμό (αναφέραμε ήδη τα περί πειρασμού ας μην επαναλαμβανόμαστε), να μην τους κρίνουμε σε πράξεις και προθέσεις με τα μέτρα και τα σταθμά της σημερινής εποχής, καθώς, τόσο η ηθική όσο και η αισθητική, αλλάζουν, υποτάσσονται στην βούληση της τρέχουσας πλειοψηφίας και το μόνο βέβαιο είναι ότι τα πάντα ρει. Αυτό το τελευταίο αποτελεί μεγάλη απογοήτευση για τους οπαδούς της μοναδικής αλήθειας, της κάθε μοναδικής αλήθειας, διότι υπάρχουν πολλές αλήθειες και όλες πωλούνται ως μοναδικές, μην κάνετε ότι δεν είστε ενήμεροι, αν λοιπόν υπάρχει μία και μόνο αλήθεια και αν η αλήθεια αυτή ρυθμίζει τα της ηθικής ζωής μας τότε πώς γίνεται η αλήθεια να μην αλλάζει μαζί με τις αλλαγές των εποχών; Ίσως πάλι η απάντηση να βρίσκεται σε μικρές φράσεις, στο αγαπάτε αλλήλους, στο ο αναμάρτητος πρώτος το λίθο κλπ κλπ, αλλά αυτές είναι φράσεις που στα χέρια των μεσαζόντων της αλήθειας αλλοιώνονται και μεταπωλούνται και υποβαθμίζονται ή αναβαθμίζονται κατά το δοκούν και τελικά είναι φράσεις που ένας οποιοσδήποτε πειρατής δεν θα έχει ακούσει ποτέ του, και ιδιαίτερα ο Πιέρ ο Ξανθός που δεν είναι ο οποιοσδήποτε πειρατής άλλωστε.

Ο Πιέρ ο Ξανθός λοιπόν, βασικός και τρομακτικός χαρακτήρας στην αφήγησή μας, με φήμη και γούστα βιτσιόζου δήμιου. Η δύναμη και η αποφασιστικότητα συγχέονται με την βιαιότητα και την έλλειψη φραγμών, κερδίζοντας για λογαριασμό του Πιέρ τον σεβασμό κάθε καθάρματος, τρομερά πράγματα ακούγονται για αυτόν, έπιανε ας πούμε και έκοβε τα αυτιά ή μερικά δάχτυλα από αιχμαλώτους που κρατούσε μετά από κάποιο ρεσάλτο και τους έλεγε ότι θα τους αφήσει ελεύθερους αν έτρωγαν το ίδιο τους το μέλος, και το χειρότερο είναι ότι τους άφηνε πράγματι να ζήσουν και να φύγουν και να κουβαλάνε την ντροπή του αυτοκανιβαλισμού, φρίκη αληθινή και σε καμία περίπτωση γαστρονομικό τόλμημα, πρακτικές που δίνουν φήμη μεταξύ των πειρατών, ακόμα και αν ήταν τέτοιες που πολλές σύγχρονες κρατικές οργανώσεις θα τις θεωρούσαν ήπιες, είναι αλήθεια ότι η κακοποίηση ανθρώπου από άνθρωπο έχει εξελιχθεί μαζί με τον ανθρώπινο πολιτισμό, άλλωστε τι έδινε από την αυγή του χρόνου μεγαλύτερη επιβεβαίωση από την κυριαρχία του πάνω σε άλλον άνθρωπο και ποιος έχει μεγαλύτερη κυριαρχία από τον βασανιστή;

Όλες οι ιστορίες για τις σφαγές και τα βασανιστήρια που έκανε λοιπόν ήταν πραγματικές, όπως και αυτές που ψιθυρίζονταν από τα μέλη του πληρώματός του, αυτές για τα γούστα του στα αγοράκια. Οι παλιοί ναυτικοί, που ξέρουν πόσο πιεστική είναι οι πόθοι της σάρκας, δείχνουν σε ένα βαθμό κατανόηση, καταλαβαίνουν πως τόσοι μήνες στην αλμύρα, σε τέτοιες συνθήκες, χωρίς γνώση αν και πότε θα βρεθούν ξανά σε λιμάνι, τριγυρισμένοι από νησιά με πρωτόγονους που πηδιούνται σε διαφορετικές στάσεις από τους ευρωπαίους, έχουν λοιπόν μια ανοχή, όμως όχι και για πράξεις σαν αυτές του Ξανθού Καπετάνιου, ένα όνομα που θυμίζει μάλλον ιπποτικά κατορθώματα και ήρωα των παιδικών παραμυθιών κι όμως είναι τυλιγμένο σε μια κουβέρτα ρυπαρότητας, επειδή ο Πιέρ ήθελε να βασανίζει και τα αγοράκια με τα οποία έσμιγε, μόνο αν υποφέραν αυτά είχε το σμίξιμο απόλαυση για τον ίδιο, είχαν πολλά πεθάνει στα χέρια του, κι όσο φριχτό κι αν φαίνεται ίσως οι πειρατές – σύντροφοί του να μην ανατρίχιαζαν τόσο πολύ για το τι τους έκανε όσο για το τι κινδύνευαν να πάθουν οι ίδιοι αν διαμαρτύρονταν. Χαμηλόφωνα θύμιζαν ο ένας στον άλλο εκείνη την περίσταση που κάποιος σύντροφός του είχε δημόσια διαφωνήσει για θέμα άσχετο, για την μοιρασιά των λάφυρων, και ο Πιέρ δεν τον σκότωσε αμέσως, αλλά τον μαχαίρωσε στα μπράτσα και στα πόδια και τον κρέμασε από το κατάρτι να στραγγίζει ζωντανός για μέρες. Κι ένας άλλος του είχε πει ότι δεν θα μαζεύει πτώματα αγοριών από τα γλέντια του στο κρεβάτι κι ο Πιέρ με την σπάθα του σαν αστραπή του έσκισε το στέρνο, και με τα ίδια του τα χέρια έβγαλε την καρδιά που ακόμα χτυπούσε και του την έδειξε, ήταν ζωντανός ακόμη κι έβλεπε την καρδιά του να χτυπά στα χέρια κάποιου άλλου, εικόνα που μεταφορικά θα ταίριαζε σε ερωτευμένους, είσαι η ζωή μου, στα χέρια σου αφήνω την καρδιά μου, κι ίσως ταίριαζε τελικά κι εδώ, είσαι ο θάνατός μου, στα χέρια σου πήρες την καρδιά μου, και τα θυμούνται αυτά οι πειρατές, έχουν αναπτυγμένο ένστικτο αυτοσυντήρησης και δεν θα έκαναν την χαζομάρα να διαφωνήσουν με τον Πιέρ τον Ξανθό δημόσια.

Κι η τύχη ή η μοίρα ή το ίδιο το σύμπαν θέλησαν εκείνο το βράδυ μέσα στην ταβέρνα να υπάρχει ένα νεαρό αγόρι, ιδιαίτερα όμορφο, αθώο και ανυπεράσπιστο, ο Πιέρ είχε και το κοίταζε ώρα με μάτια διαπεραστικά κι οι πιο πιστοί του σύντροφοι ένιωθαν μια ανησυχία, μια απροσδιόριστη ενόχληση, τι δουλειά είχε ένα όμορφο αγόρι μέσα σε μια ταβέρνα, σε ένα πειρατικό καταγώγι των αρχών του 17ου αιώνα, είναι μια απορία που και οι πειρατές είχαν και εμείς, ας μην χρονοτριβήσουμε άλλο με την απορία αυτή, φυσική ως είναι, ας πούμε απλώς ότι οι γυναίκες που είχαν αναλάβει το σερβίρισμα και προσπεράσαμε με ελαφρότητα ανάλογη των ηθών που τους χρεώσαμε στην αρχή της αφήγησης ίσως να είναι και μάνες, ίσως μία από αυτές να είναι άρρωστη και να έστειλε τον αμούστακο γιο της στο πόστο της για να μην εξοργιστεί ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας από την απουσία χεριών, ίσως όμως και όχι, ίσως να μην απαιτείται μια τέτοια μελό εξιστόρηση, η ουσία είναι ότι το αγόρι είναι εκεί, εκεί και όχι κάπου αλλού, κι ότι ο Πιέρ το έχει ήδη αρπάξει από τον καρπό, το πονάει, φαίνεται στο πρόσωπό του, στη στάση του, στα λόγια του, το πονάει και του ψιθυρίζει ενθουσιασμένος ότι θα το πονέσει ακόμα περισσότερο, έχουν κοκκινίσει τα μάγουλά του, κι όλοι οι άλλοι πελάτες κοιτάνε μακρυά, το αγόρι νιώθει καταδικασμένο σαν αντιλόπη που έχει πιαστεί στα νύχια του λέοντα, και βοήθεια δεν φαίνεται από πουθενά, ωστόσο εντελώς ανέλπιστα ένα χέρι γραπώνει το μπράτσο του Πιέρ και απελευθερώνει το θήραμά του, ενώ ακούγεται και μια φωνή Άσε το αγόρι ήσυχο και το αγόρι απελευθερώνεται και πετά σαν περιστέρι στην ασφάλεια, κρύβεται πίσω από τον πιο απομακρυσμένο πάγκο και γυρνά να δει τον απελευθερωτή του.

Ο Πιέρ ο Ξανθός χαμογελά, γιατί πιστεύει ότι θα περάσει καλά ξεφτιλίζοντας αυτόν που του κρατά το μπράτσο, κι αυτός ο κάποιος είναι ένας πειρατής που επίσης ξεχώρισε από το πλήθος των κομπάρσων, αν και θα μπορούσαμε να έχουμε αναφερθεί σε αυτόν ήδη νωρίτερα, η προοικονομία εξασκείτο άλλωστε από την εποχή του Ομήρου. Υπάρχει λοιπόν άλλος ένας πρωταγωνιστής που ξεχωρίζει από το ανώνυμο πλήθος, ανώνυμο μόνο για μας φυσικά, οι ίδιοι θεωρούν τον εαυτό τους πρωταγωνιστή της ζωής τους, έστω κι αν δεν αφήνουμε όλοι το ίδιο αποτύπωμα στην άμμο της ζωής, και τούτο το τελευταίο ως παρομοίωση θα μπορούσε να γίνει κατανοητή και από τους πειρατές της αφήγησής μας. Ο νέος μας πρωταγωνιστής λοιπόν ονομάζεται Ντέϊβιντ και όλοι έτσι τον φωνάζουν μαζί με ένα παρατσούκλι που θα μάθουμε εντός ολίγου. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο δεν μοιάζει με τους άλλους πειρατές, είναι σιωπηλός και ήρεμος τόσο που μοιάζει παράδοξο και ίσως για αυτό θα μπορούσαμε να τον έχουμε ξεχωρίσει πριν ξεσπάσει ο καυγάς, που ξεσπά τώρα, ίσως θα έπρεπε να είχε γίνει μια αναφορά για να προετοιμαστεί ο αναγνώστης αλλά κάτι η αγωνία του αγοριού, κάτι το παρελθόν του Πιέρ, κάτι η ακρίβεια της περιγραφής της ταβέρνας δεν είδαμε πόσο ξεχωριστός είναι αυτός ο πειρατής που τώρα δα σπάει ένα ολόκληρο τραπέζι στο κεφάλι του Πιέρ του Ξανθού, που τον κλωτσά στον κώλο και του αδειάζει ένα μπουκάλι ρούμι στη μάπα, εντελώς ψύχραιμα τον έχει κάνει λιώμα τον σαδιστή Ξανθό Καπετάνιο και το πλήθος των αποβρασμάτων γελά, ο Ντέιβιντ νίκησε για άλλη μια φορά τον Γολιάθ, παράδοξο πόσο συχνά χρησιμοποιούμε αυτή την παραπομπή για τη μάχη Δαβίδ και Γολιάθ ξεχνώντας ότι αν οι Δαβίδ αυτού του κόσμου νικούσαν έστω και λίγο συχνότερα τότε η αφήγηση της Βίβλου δεν θα είχε κάτι το ιδιαίτερο, εδώ όμως νίκησε ο Δαβίδ που δεν ξεχωρίσαμε νωρίτερα.

Και καθώς ο Πιέρ ο Ξανθός μαζεύει τα χάλια του από το πάτωμα, οφείλουμε να πούμε ότι ο Ντέινβιντ, ο πειρατής αυτός που τον νίκησε για χατήρι ενός αγοριού, διακρινόταν εύκολα στο πλήθος, και τούτο γιατί στον ώμο του δεν αναπαυόταν ένας παπαγάλος, φυσιολογική συντροφιά ενός πειρατή, όχι, ούτε κάποια μαϊμού που ενδεχομένως θα μας ξένιζε αλλά και πάλι θα ήταν φυσιολογική παρέα, στον ώμο του λοιπόν, κουλουριασμένος και με καπνούς να ανεβαίνουν από τα ρουθούνια του,  αναπαυόταν ένας μικρός δράκος.

συνεχίζεται…

21 Σχόλια

  1. Τούτο δω είναι πείραμα και σε ύφος και σε θεματολογία, οπότε θα εκτιμούσα εξαιρετικά τα σχόλια, είτε θετικά είτε αρνητικά, από όποιους έχουν την υπομονή να το διαβάσουν όλο. Ευχαριστώ.

  2. poly zwntano to yfos. to diavaza kai htan san na se akouga na dihghse (greenglish suck).
    mou arese pou se sprwxnei na sygkrineis me to shmera.
    kapws kourastiko otan anafairese sthn afhghsh (den kserw an katalaves). Opws p.x sthn eisagwgh tou xaraktira tou david

    genika, well done!!! perimenw to epomeno meros

  3. «απαιτείται η περιγραφή μιας ταβέρνας…»
    Ο συγγραφέας λες και δεν αφηγείται αλλά διαρκώς κρατάει σημειώσεις για το τί πρέπει να προσέξει όταν κάποια στιγμή θα αποφασίσει να πει την ιστορία.

    Αρχικά (και ενδεικτικά) η πολύ καλή περιγραφή της ταβέρνας μοιάζει περιττή, έτσι παραφορτωμένη με πληροφορίες και εικόνες που θα φανταζόταν και βεβαιότητες απ τις οποίες θα ξεκινούσε, οποιοσδήποτε έχει ξανακούσει ιστορίες για πειρατές.

    Βρώμα και δυσωδία
    Αγροίκοι μεθυστακες
    Αθλιες γκαρσονες
    Χουφτώματα
    Καρικατούρες και κλισέ συμπεριφορές

    Κλισέ θεμιτά όμως, γιατί το ζητούμενο είναι να διατηρηθεί η εικόνα που έχουμε για την εποχή, αφού αυτό βολεύει τους στόχους του συγγραφέα.

    Ο ίδιος ο συγγραφέας αργότερα, οταν προκύπτει ο Ντέιβιντ, παραδέχεται πως ίσως έπρεπε να έχει ξεκινήσει αλλιώς, κι έτσι αναρωτιέσαι αν οι βεβαιότητες που έχεις ως τώρα για την ιστορία θα διατηρηθούν και αργότερα.

    Γενικώς νομίζω το ύφος είναι περισσότερο απολαυστικό για αυτόν που γράφει παρά για τον αναγνώστη, γιαυτό και σε πρώτη ανάγνωση θα σου έλεγα πως οι τεράστιες προτάσεις είναι κουραστικές.

    Στη δεύτερη ανάγνωση το βρήκα εξυπνο και γοητευτικο όταν ο συγγραφέας γενικεύει, πλατιάζει κάνοντας συγκρίσεις με τα σημερινά (του) δεδομένα, επιχειρεί να βγάλει απόσταγμα σοφίας, φαντάζει παντογνώστης και υπερφίαλος και γιαυτό επιρρεπής σε τυχόν στραβοπάτημα που θα το καταδιασκεδάσει ο αναγνώστης

    Βέβαια όλα τα παραπάνω, δε ξέρω πόσο εύστοχα μπορεί να είναι για μια ιστορία που βρίσκεται ακόμα στο α’ μέρος της, αλλά έχω εμπιστοσύνη. Η συνέχεια της βρίσκεται στα χέρια ενος επιδέξιου μάστορη..

  4. Περιμένω τη συνέχεια. 🙂
    Κριτική κάνω μόνο όταν μου «πουλάνε» κάτι. Όταν μου το «χαρίζουν» το παίρνω όπως είναι. Στο τέλος λοιπόν θα σου πω αν μου άρεσε ή όχι και όχι πως θα τόθελα. 😉

  5. Λοιπόν, καταρχάς να σου πω ότι το θέμα δεν με ξετρελαίνει προσωπικά και αν πετύχαινα αυτό το ποστ αλλού, δεν θα είχα προσωρήσει μετά την τέταρτη γραμμή. Έχοντας όμως εμπιστοσύνη σε σένα -και περιέργεια για το τι στο καλό θα ξεφουρνίσεις πάλι- το διάβασα ως το τέλος. Πραγματικά, ο μακροπερίοδος λόγος είναι κουραστικός και δείχνει μια διάθεση επίδειξης. Αλλά -θα συμφωνήσω με τον φιχτμπάχιο- εδώ ο αφηγητής μοιαζει αν κάνει το παν για να μας δείξει τις αδυναμίες του από την αρχή.
    Έχω την αίσθηση πως ο αφηγητής μοιάζει να -θέλει να- είναι ο πρωταγωνιστής και αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον.
    Επίσης μου άρεσαν πολύ τα σχόλια για το σήμερα -μερικά πολύ κρυμμένα, αλλά πολύ εύστοχα.
    Στα θετικά βάζω το ότι «μπήκα» στην ατμόσφαιρα πολύ ευκολα.
    Περιμένω την συνέχεια.

  6. ρε συ…
    δεν μου κάνει καθόλου κέφι να διαβάζω κείμενα για να τα κρίνω, το ξεσκαρτάρισμα είναι αλλόνων δουλειά.
    Αν τύχει και ξεκινήσω μία ανάγνωση αφήνομαι στο κείμενο και το μόνο που με ενδιαφέρει πραγματικά είναι το πως αυτό το κείμενο «τσιγκλάει» τις αισθήσεις μου.
    Και κάτω από αυτή την οπτική και μόνο θα σου πω ότι σε κάποια σημαντικά σημεία φλυαρείς, φρενάροντας την ένταση.
    Όχι δα και κάτι τραγικό, το νοιώθω διαβάζοντας και βιβλία αναγνωρισμένων συγγραφέων αλλά θα μου άρεσε περισσότερο, αν ήταν πιο κοφτερό στη ροή της αφήγησης.

    ΥΓ1:το ύφος μου θυμίζει έντονα Tom Robbins στη καλή του φάση

    ΥΓ2: WTFB(Wright The Fucking Book) :))))

  7. Intriguing… Συγχωρέστε με, αλλά δε βρίσκω ελληνική λέξη για να το περιγράψω… Περιμένω τη συνέχεια.

  8. χωρις να μπαινω στα βαθεια νερα της λογοτεχνικης κριτικης, μου αρεσε. ναι. δεν το αφησα στη μεση οπως συνηθως κανω με κατι που δε μ’αρεσει. κ ηταν σαν να ακουγα τον κωσταντινο τζουμα να διαβαζει. αυτη η φωνη αρχισε να ακουγεται σιγα σιγα. δινοντας χρονο οπου χρειαζεται και κριτικαροντας εαυτον.
    συνεχισε το! μου αρεσε το στυλ. ειναι ανετο, οχι κουραστικο. απλα δε βιαζεσαι. θα ηθελα να δω και τη συνεχεια.

  9. δεν ξέρω γιατί αλλά το μάτι μου στον Πιερ πήγε και κόλλησε

    υγ λίγο που ναι όμορφο
    υγ λίγο που μου βγαίνει το μητρικό ένστικτο και θέλω να το προστατέψω…

    υγ αυτόν τον φιτμπαχιο σίγουρα δεν τον έστειλε να κατασκοπεύσει ο Γεωργουσόπουλος

  10. Καλημέρα,

    @Λεκές:
    Έχεις δίκιο για τα περί αφήγησης, θα το περιορίσω. Το ξανακοίταζα, και η εισαγωγή του Ντέιβιντ στην ιστορία είναι η πιο αδύναμη παράγραφος του Α’ μέρους, οπότε ίσως θα έπρεπε να την ξαναδουλέψω, αλλά έτσι κι αλλιώς θα επικεντρωθώ σε αυτόν στο επόμενο. Ευχαριστώ πολύ.
    Greekglish sucks indeed! 🙂

    @Φάϊτ Μπακ:
    «Ο ίδιος ο συγγραφέας αργότερα (…)παραδέχεται πως ίσως έπρεπε να έχει ξεκινήσει αλλιώς, κι έτσι αναρωτιέσαι αν οι βεβαιότητες που έχεις ως τώρα για την ιστορία θα διατηρηθούν και αργότερα.»
    Σωστό. Ήδη πέταξα στα καλά καθούμενα ένα δράκο οικόσιτο και σε μέγεθος γάτας, πόσο πιο αλλοπρόσαλα μπορεί να καταλήγει μια περιγραφή καυγά;

    «Γενικώς νομίζω το ύφος είναι περισσότερο απολαυστικό για αυτόν που γράφει παρά για τον αναγνώστη, γιαυτό και σε πρώτη ανάγνωση θα σου έλεγα πως οι τεράστιες προτάσεις είναι κουραστικές.»
    Θέλω να κρατήσω όμως τους πλατιασμούς και τις αυτο-αμφισβητήσεις που οδηγούν σε ευρύτερα συμπεράσματα. Ίσως αυτό το mind wandering να μπορεί να αποδωθεί και με συντομότερες προτάσεις. Θα το δοκιμάσω να δούμε.

    «Στη δεύτερη ανάγνωση το βρήκα εξυπνο και γοητευτικο όταν ο συγγραφέας γενικεύει, πλατιάζει κάνοντας συγκρίσεις με τα σημερινά (του) δεδομένα, επιχειρεί να βγάλει απόσταγμα σοφίας, φαντάζει παντογνώστης και υπερφίαλος και γιαυτό επιρρεπής σε τυχόν στραβοπάτημα που θα το καταδιασκεδάσει ο αναγνώστης»
    Θενκς – αν και δεν τον πάω τόσο για υπερφίαλο όσο για καλό παπούλη δίπλα στο τζάκι που διηγείται κάτι στη νεότερη γενιά (χοντρά – χοντρά το περιγράφω τώρα)

    «Βέβαια όλα τα παραπάνω, δε ξέρω πόσο εύστοχα μπορεί να είναι για μια ιστορία που βρίσκεται ακόμα στο α’ μέρος της, αλλά έχω εμπιστοσύνη. Η συνέχεια της βρίσκεται στα χέρια ενος επιδέξιου μάστορη..»
    🙂 Ευχαριστώ πολύ – κι ευχαριστώ διπλά γιατί το σχόλιο επικεντρώθηκε σε αρνητικά στοιχεία του κειμένου.

    @fog:
    ΟΚ, θα αρκεστώ τότε στο «περιμένω την συνέχεια» που τουλάχιστον δείχνει ότι η κούραση δεν υπερνίκησε την περιέργια. 🙂

    @Кроткая:
    «Λοιπόν, καταρχάς να σου πω ότι το θέμα δεν με ξετρελαίνει προσωπικά και αν πετύχαινα αυτό το ποστ αλλού, δεν θα είχα προσωρήσει μετά την τέταρτη γραμμή. Έχοντας όμως εμπιστοσύνη σε σένα -και περιέργεια για το τι στο καλό θα ξεφουρνίσεις πάλι- το διάβασα ως το τέλος. »
    Μερσί για την ψήφο εμπιστοσύνης. Ο τίτλος και το σκηνικό (το θέμα σε πρώτη ανάγνωση δλδ) είναι επίτηδες αντισυμβατικά. Ακριβώς για να έρχονται σε έντονη αντίθεση με το ύφος και την εμμονή σε αποστάγματα σοφίας – και όχι μόνο βέβαια, έχουμε κι άλλα μέρη να φτιάξουμε.

    «Πραγματικά, ο μακροπερίοδος λόγος είναι κουραστικός και δείχνει μια διάθεση επίδειξης.»
    Χμ. Προβληματίζομαι λίγο γιατί δεν πήγαινα για επίδειξη, αλλά ήθελα να δώσω την αίσθηση της ελεύθερης γραφής, του μυαλού που πηδάει από θέμα σε θέμα, πλατιάζοντας και επανερχόμενο, σαν να προχωρά η αφήγηση χωρίς ο αφηγητής να σκέφτεται ότι υπάρχει και κοινό, αλλά απλώς απολαμβάνει την βουτιά του στο θέμα του.
    Το κουραστικό θα προσπαθήσω να το διορθώσω, αν και πιστεύω ότι όπως είναι αναγκάζει τον αναγνώστη να υιοθετήσει έναν ρυθμό ανάγνωσης πιο βραδύ από συνήθως και έτσι πιο ταιριαστό στο κείμενο.

    «Έχω την αίσθηση πως ο αφηγητής μοιάζει να -θέλει να- είναι ο πρωταγωνιστής και αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον.»
    Σωστό. Όχι ο αφηγητής, αλλά η ίδια η αφήγηση για την ακρίβεια.

    «Επίσης μου άρεσαν πολύ τα σχόλια για το σήμερα -μερικά πολύ κρυμμένα, αλλά πολύ εύστοχα.
    Στα θετικά βάζω το ότι “μπήκα” στην ατμόσφαιρα πολύ ευκολα.»
    Τα σχόλια και τα συμπεράσματα είναι που θέλω να κυριαρχούν τελικά σαν γεύση που μένει από το κείμενο. Να τα κάνω πιο τονισμένα;

    @periplanomenos:
    Ναι, ο ρυθμός ήταν χαμηλός, Ειδικά εκεί που ξεκινάω να μιλάω για τον Πιέρ, Αλλά αυτό ούτε θα διαρκέσει, ούτε θα είναι απόλυτο χαρακτηριστικό. Ευχαριστώ.
    ΥΓ2: ΟΚ!!! 🙂

  11. @QueenElisabeth:
    Μερσί! Θα κοιτάξω να την γράψω σύντομα!

    @ria:
    Μου άρεσε που το ένιωσες όπως προσπαθούσα να βγει: χωρίς να τρέχει, παλαιομοδίτικο ίσως, σαν περίπατος κι όχι σαν τρέξιμο. Ευχαριστώ για το σχόλιο!

    @Τσαπερδόνα:
    χα χα χα χα – Λες; Ο Γεωργουσόπουλος μας κλέβει τις ιδέες; 😉

  12. δεν μου αρέσουν καθόλου μα καθόλου οι πειρατικές ιστορίες αλλά μου αρέσει ο τρόπος που γράφετε άλλες ιστορίες και κάπου εκεί μπερδεύτηκα και έχασα το δρόμο

  13. Βατόμουρο,
    για να μην παρεξηγηθώ, έλεγα πως η αίσθησή μου είναι πως γενικά ο μακροπερίοδος λόγος δίνει την εντύπωση της επίδειξης, όχι πως αυτή ήταν η πρόθεσή σου (κι ας ξέρουμε όλοι τι ψώνιο είσαι 😛 ).
    Καταλαβαίνω πώς το εννοείς, ειδικά εφόσον αναφέρεις ότι στόχος ήταν η ιδέα ενός παππού που διηγείται κοντά στο τζάκι κλπ. Βέβαια, η εικόνα που φτιάχτηκε στο δικό μου κεφάλι ήταν πιο πολύ αυτή του Τζούμα που ανέφερε η Ρία πιο πάνω, παρά του παππού (μπορεί να φταίει και που δεν έχω δική μου εικόνα παππού σε τζάκι που διηγείται βέβαια).

    Τώρα για την αφήγηση που θέλει να μπει στο κέντρο, δεν είμαι σίγουρη αν το πιάνω. Η φαντασία μας έχει την τάση να προσωποποιεί, οπότε μάλλον θα φτιάχναμε στο μυαλό μας ένα πρόσωπο που αφηγείται και όχι την αφήγηση αφηρημένα, αλλά πάλι όλα αυτά δεν εξαρτώνται μόνο από το πώς είναι γραμμένο το κείμενο, αλλά και από το πού θα πάει το μυαλό του αναγνώστη. Μπερδεμα ε;

    Αν όντως θες τα σχόλια αυτά να κυριαρχούν ως αίσθηση, γνωμη μου είναι πως θα ήταν καλό να τονιστούν λιγάκι ακόμα. Ψιλοχάνονται μέσα στις μεγάλες προτάσεις -οι παρενθέσεις που βάζεις πού και πού τα τονίζουν.

    Όμως, βλέπω μια αντίφαση: είναι εφικτό, με τέτοια σχόλια να πλάσει ο αναγνώστης στο μυαλό του την εικόνα ενός παππού;

    Καλά, δεν είμαι και κριτικός ούτε ειδήμων, απλή αναγνώστρια, οπότε ίσως η υπερανάλυση να μην βοηθάει και πολύ.

    Μήπως να το δώσεις στο Γεωργουσόπουλο; χαχαχα!

  14. παρων

    νομιζω οτι ενας παππουλης που διηγειται ιστοριες, μας μαγεύει γιατι κανει τις ιστοριες του γλυκες, γεματες νοσταλγια.

    αντιθετως με ενα τζουμας διπλα στο τζακι που μπλεκεται στις σκεψεις του καθως αφηγειται και βγαζει αλαζονικα αποφθευγματα για το σημερα και το χτες, θα εχεις ΜΠΟΝΟΥΣ εναν αφηγητη που θα γινει γραφικος, μισητος και θα μας προκαλει να τον αμφισβητουμε

    ετσι ταυτοχρονα με την ιστορια των πειρατων, θα εξελισσεται και μια εσωτερικη μαχη του αφηγητη με τον εαυτο του που τον βγαζει χαμενο
    σκεψου το σαν προοπτικη αν δεν το χεις τελειωσει στο μυαλο σου

  15. Θεωρώ δημιουργικό ότι αποφάσισες να μοιραστείς τον δισταγμό σου για το κείμενο με τους απανταχού επισκέπτες. Αυτή σου η απόφαση και το πρώτο σχόλιο είναι ότι πιο σημαντικό σε όλο αυτό το post. Δεν βοηθάει μόνο εσένα αλλά όλη την βλογκόσφαιρα.

    Σχετικά με το κείμενο, να πω ότι συμφωνώ με τον φιτμπάχιο σε ότι λέει !

    Για μένα το θέμα ενός κειμένου πρέπει να τρέχει .. το κείμενο να είναι turn-pager από μόνο του. Θα τολμούσα να πω ότι ο τρόπος γραφής αφορά επαγγελματικό κείμενο και όχι λογοτεχνικό. Για παράδειγμα σε ένα επαγγελματικό κείμενο (π.χ. μελέτη ή αναλυτική προσφορά ) ξεκινάμε από τις παραδοχές και αναφέρουμε τα αυτονόητα για να εισάγουμε τον αναγνώστη στην ορθολογική σκέψη μας. Αυτό δεν ισχύει σε λογοτεχνικό κείμενο (νομίζω)

    Πιστεύω ότι έχεις τις δυνατότητες .. εξέπληξε μας στο τέλος. Μπορεί και το ανορθόδοξο τελικά να είναι υπέροχο. Δες το βιβλίο του Γκοκόλ «η Μύτη» .. ένα υπέροχο βιβλίο ενός ανθρώπου που έχασε την μύτη του…

    Φιλικά και συνέχισε ..

  16. Tί εννοείς «πείραμα», μήπως ότι είσαι «πειραγμένος»;
    Μα αυτό αγόρι μου φαίνεται από χίλια μίλια.
    Ένας πατέρας, (από τον οποία θα περιμέναμε μια «πειρατική ιστορία» και που τη διαβάσαμε με εμφανή στο πίσω του μυαλού μας πρόθεση, κάτι να ‘χουμε κι εμείς κλεψίτυπο να διηγηθούμε στα παιδιά μας) μας την έκανε γυριστή κι εγώ τώρα θέλω να πω πως μάταια πασχίζεις για μια θέση στο Πάνθεον των κινηματογραφοποιημάτων-posts της ατζέντας του Cpil. Παρεκτός και δεχτείς να πάρω το ρόλο της προσωρινά και φαινομενικά καταδικασμένης αντιλόπης, του ήσυχου αγοριού με τα κόκκινα μάγουλα, που ο καρπός του πονάει, αλλά γλυτώνει στο τέλος (δεσμεύσου επ’ αυτού!) και δεν χρειάζεται υπογραφή… ο λόγος σου μετράει… όπως μετράει κι η γραφή σου στην πιάτσα παλιόπαιδο!

  17. @Κ.Κ.Μοίρης:
    Αν νιώθεις ότι έχεις χάσει τον δρόμο σου, τότε σε έχω φέρει ακριβώς εκεί που θέλω αγαπητέ! 🙂

    @Κροτ:
    Σιγά μην παρεξηγηθείς! Να μου την πεις για το πόσο ψώνιο είμαι ήθελες – πάλι! 😛
    ΟΚ λοιπόν, πάμε με τον Τζούμα ως παππού (γαμώ τα κάστινγκ) και με πιο τονισμένες τις «φιλοσοφικές» φράσεις. Θα μου πεις και πώς πάει το δεύτερο μέρος, όταν με το καλό ανέβει.

    @Ο Γεωργουσόπουλος παλεύει πίσω να’ουμ:
    Ο βασικός σκελετός υπάρχει, καθώς και το κόνσεπτ του τρόπου γραφής. Θέλω πάντωςη τελική εικόνα που έχει ο αναγνώστης για τον αφηγητή να είναι θετική, οπότε κάτι πρέπει να πειράξω και να τον κάνω πιο συμπαθή.
    Τουλάχιστον είναι συμπαθής ο δράκος, ναι; 😉

    @nkarakasis:
    Κατ’ αρχήν ευχαριστώ για το σχόλιο. Ουσιαστικά, το κείμενο σε κούρασε, ναι;
    Έχει ενδιαφέρον ότι κάποιοι από όσους αφήσαν σχόλιο τονίσαν το κουραστικό των μακρών περιόδων (σωστό) και κάποιοι άλλοι που κατάφεραν (?) να αφεθούν στον ρυθμό του ένιωσαν ότι βούτηξαν στην ατμόσφαιρα της ιστορίας. Προσπαθώ να έχει συγκεκριμένο ρυθμό το κείμενο, να επηρεάζει τελικά την ταχύτητα ανάγνωσης μέχρις ότου ο αναγνώστης ακολουθεί τον ρυθμό που βοηθά τις λέξεις να «πέφτουν» πιο σωστά – δεν ξέρω καν αν το εξηγώ αυτό που προσπαθώ να κάνω εδώ πέρα ή αν τα μπλέκω περισσότερο τα πράγματα…
    Πάντως, στο επόμενο μέρος θα εκτιμούσα μια σύγκριση των διαφορών σε σχέση με τα σχόλια.

    @Δημήτρης-Ρ:
    Δεσμεύομαι αγόρι μου, δεσμεύομαι. Φαντάζεσαι να έπρεπε να εξηγήσω κάτι διαφορετικό στην καλή μου; (ήδη με έχει στην μπούκα από την στιγμή που έστησα τον κακό της υπόθεσης…)
    Δεν το βλέπω για ιστορία για παιδιά πάντως. Κάτσε να δω τα παρακάτω (μούμπλε μούμπλε), μπααααααα…..Θα πρέπει να φτιάξω κάποια στιγμή άλλο παραμύθι.
    Πολλές ευχαριστίες για την τελευταία φράση. 🙂

  18. […] μακρύ και το κοντό μας… Ιστορία πε… στο Ιστορία πειρατώ…mpampakis στο EightiesSophia στο Eightiesmpampakis στο Σκηνές […]

  19. mou arese sxedon polu kai mou kinise to endiaferon mpravo se ayton pou to egrapse….!!!!!(L)

Αφήστε απάντηση στον/στην mpampakis Ακύρωση απάντησης