Μέρος Δ’ – Η πτώση στον παράδεισο
Εκείνη την μέρα ένιωθαν ότι ξεγέλασαν την Μοίρα.
Γιατί κάθε προσγείωση από την οποία μπορείς να φύγεις περπατώντας είναι καλή. Και σε αυτή την περίπτωση οι τρεις τελευταίοι από το πλήρωμα του Διεθνούς Διαστημικού Σταθμού μπόρεσαν και να σηκωθούν και να περπατήσουν μετά την προσγείωση. Περπάτησαν ξανά σε χώμα, ανάπνευσαν ξανά φρέσκο αέρα. Η χαρά τους ήταν απερίγραπτη, ζούσαν το απόλυτο μεθύσι. Ούρλιαζαν ενθουσιασμένοι, χοροπήδαγαν, αγκαλιάζονταν, γελούσαν, έκλαιγαν.
Πριν μόλις δύο ημέρες είχαν αποκόψει ένα τμήμα του Σταθμού για να γλιτώσουν από την μανία που είχε κυριέψει τους μεθυσμένους συναδέλφους τους. Είχαν επιζήσει μόνο οι τρεις τους. Πριν μόλις δύο ημέρες δεν μπορούσαν να αρθρώσουν κουβέντα, καθώς η απελπισία τους έσφιγγε τις καρδιές με τα παγωμένα της δάχτυλα.
Και πραγματικά η κατάσταση ήταν απελπιστική. Κάτω από τα πόδια τους ο πλανήτης εξακολουθούσε να γυρνά αδιάφορος και απόμακρος, χωρίς σημείο επικοινωνίας, χωρίς τρόπο να γνωρίζουν μέχρι που είχε φτάσει η ραδιενέργεια και αν κάποιες περιοχές ήταν πιο ασφαλείς από τις άλλες. Τα τρόφιμα είχαν σχεδόν τελειώσει. Τις τελευταίες ημέρες ο ερασιτεχνικός αποστακτήρας της καταστροφής είχε καταναλώσει ό,τι είχαν στην αποθήκη που μπορούσε να δώσει σάκχαρα και υδρογονάνθρακες. Όλα πήγαν στην παρασκευή του ανώνυμου πιοτού που έλιωσε τις προσωπικότητες των συναδέλφων τους.
Σα να μην έφταναν αυτά, με την βίαιη και απρογραμμάτιστη αποκοπή τμήματος του σταθμού, η ισορροπία του συμπλέγματος ανατράπηκε δραματικά. Είχε αρχίσει να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του. Η περιστροφή ήταν σίγουρα μια ενόχληση, αλλά αυτό ήταν δευτερεύον, καθώς το ουσιαστικό πρόβλημα ήταν η απώλεια ενέργειας που αυτή προξενούσε. Επιβεβαιώσανε ότι ήδη η τροχιά τους είχε αρχίσει να φθίνει και ήταν θέμα χρόνου να επανέλθουν στην ατμόσφαιρα και να κατευθυνθούν προς την επιφάνεια του πλανήτη σαν μια φλεγόμενη μάζα από πλαστικό και μέταλλο.
Ο σταθμός δεν ήταν πια ασφαλής. Έπρεπε να τολμήσουν την απόδραση που αναβάλανε εδώ και καιρό. Γιατί από την πρώτη μέρα που άρχισε αυτή η ιστορία φάνηκε πώς οι ίδιοι ήταν ηθοποιοί και κοινό στην τελευταία πράξη του έργου της ανθρωπότητας. Και ήταν αναγκασμένοι να ακολουθήσουν το φρικτό σενάριο που είχε πλέξει η μοίρα γύρω από όλους τους ανθρώπους – ίσως.
Με βάση τις ιδέες που πρώτος ο Πακίρ είχε επεξεργαστεί διάλεξαν μια περιοχή προσγείωσης, έστω και χωρίς χάρτες. Η Αφρική ήταν η ήπειρος που χτυπήθηκε λιγότερο από τον πυρηνικό όλεθρο, ειδικά οι χώρες νοτίως της Σαχάρας, οπότε θα ήταν και η λιγότερο μολυσμένη. Η Αφρική, εκεί από όπου είχε ίσως ξεκινήσει η πορεία της ανθρωπότητας, ήταν η ελπίδα τους για καταφύγιο από αυτή τη μοιραία περιπέτεια. Διάλεξαν λοιπόν μια πεδιάδα, κοντά στις εκβολές του Νίγηρα, που ενδεχομένως να μπορούσε να λειτουργήσει σαν διάδρομος προσγείωσης για διαστημικό λεωφορείο.
Χωρίς άλλη χρονοτριβή φόρτωσαν το σκάφος με οτιδήποτε πίστευαν ότι μπορούσε να τους φανεί χρήσιμο. Θα ξεκίναγαν όταν βρίσκονταν πάνω από τον Ινδικό ωκεανό, περίπου στη θέση που ήταν όταν πρωτοείδαν τα πυροτεχνήματα του πυρηνικού ολέθρου. Κάνανε τις προσευχές τους, σε όποιον Θεό πίστευε ο καθένας, και μέσα σε σιωπή που κοβόταν με λεπίδι, σφιγμένοι από το άγχος, άρχισαν την διαδικασία αποκόλλησης από τον περιστρεφόμενο σταθμό.
Ακολούθησε μια διαδρομή μέσα σε προδιαγεγραμμένο τρόμο. Δεν υπήρχε τρόπος να ξέρουν αν η παρατεταμένη έκθεση στους κινδύνους του διαστήματος ή τα πρόσφατα γεγονότα είχαν κάνει ζημιά στη θερμική ασπίδα του λεωφορείου. Το σκάφος έτρεμε, βογκούσε και προχωρούσε μέσα σε μια αγκαλιά από φλόγες. Ξανά και ξανά αναρωτιόντουσαν μήπως είχαν επιβιβαστεί σε ένα δρομολόγιο θανάτου. Άλλωστε, ήταν σαν ο θάνατος να έχει κυκλώσει όλη την ανθρωπότητα, πώς θα ξέφευγαν οι τρεις τους;
Το σκάφος όμως άντεξε. Όταν αποκαταστάθηκε η ισορροπία και η επαφή με το περιβάλλον η Μαρία έπιασε αποφασιστικά τα χειριστήρια και κατάφερε να εντοπίσει το Λάγος. Κατευθύνθηκαν στα δυτικά ελπίζοντας ότι θα βρουν διαθέσιμο για προσγείωση κάποιον αυτοκινητόδρομο και έτσι και έγινε. Το δύσκολο έργου της μείωσης ταχύτητας του σκάφους πήγε καλύτερα απ΄ ό,τι περιμένανε και μετά από εβδομάδες εξόριστοι βρέθηκαν ξανά στην επιφάνεια της Γης. Κι αφού προσγειώθηκαν μπόρεσαν και βγήκαν. Πανηγυρίσανε. Απόλαυσαν την στιγμή με όλο τους το είναι.
Περάσανε δύο ημέρες για να συνειδητοποιήσουν ότι όσο και να περίμεναν δεν θα περνούσε άλλος άνθρωπος.
Ατελείωτες οι ώρες προσμονής στο πλάι του αυτοκινητόδρομου. Κανένα όχημα, κανένας ήχος ανθρώπου δεν τάραξε την ησυχία. Περπατήσανε μερικά χιλιόμετρα προς την μία κατεύθυνση– τίποτα. Επιστρέψανε για να περπατήσουν άλλα τόσα προς την άλλη μεριά και έπεσαν πάνω σε ένα τοπίο ομαδικής σφαγής. Κατακρεουργημένα πτώματα σάπιζαν σε σωρούς στην άκρη του δρόμου και έδειχναν ότι μια άναρχη μάχη είχε συμβεί εκεί. Δεν άργησαν να καταλάβουν: η απελπισία του «τέλους του κόσμου» είχε οδηγήσει σε ακραίες συμπεριφορές, καταστροφές και λεηλασίες. Εκεί που τα πυρηνικά όπλα δεν θέρισαν τον πληθυσμό, το έκανε η εξαγρίωση και η κατάλυση κάθε έννοιας πολιτισμού. Το ίδιο δεν είχε συμβεί και στην μικρή εξόριστη ομάδα τους άλλωστε; Και το ίδιο θα είχε συμβεί σε όλο τον πλανήτη. Ακόμα και αν κάποιοι είχαν επιβιώσει, τότε είχαν οργανωθεί σε ένοπλες δολοφονικές ομάδες που μόνο στόχο είχαν την άγρια επιβίωση.
Ήταν μόνοι τους. Ίσως να ήταν οι τελευταίοι άνθρωποι στον πλανήτη. Ίσως να ζούσαν το τέλος της ανθρωπότητας. Επιστρέψανε στο σκάφος, που λειτουργούσε πια σαν κατάλυμα και καταφύγιο, βαθειά προβληματισμένοι. Και τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα όταν αρρώστησε ο Στηβ.
Η Ιρίνα διέγνωσε ελονοσία. Φάρμακα δεν υπήρχαν καθόλου στο σκάφος. Οι δύο γυναίκες από καθαρή τύχη ήταν καλυμμένες με την φαρμακευτική αγωγή που είχαν λάβει πριν φύγουν για τον Σταθμό. Μέρα με την μέρα η κατάσταση του Στηβ χειροτέρευε. Όσο η μία γυναίκα καθόταν μαζί του προσπαθώντας να τον ανακουφίσει η άλλη δρούσε σαν τροφοσυλλέκτης, μαζεύοντας καρπούς και χόρτα για να εξασφαλίσει την επιβίωσή τους.
Το να ακολουθήσουν τον δρόμο μέχρι να τους βγάλει σε κάποια πόλη ήταν πορεία ημερών. Ο Στηβ δεν θα άντεχε την διαδρομή και η πόλη δεν θα ήταν απαραίτητα ασφαλής. Παρόλα αυτά, έπρεπε να το τολμήσουν. Μάζεψαν προμήθειες για αρκετές ημέρες, αποφασίστηκε η Μαρία να μείνει στο σκάφος μαζί με τον Στηβ και η γιατρός Ιρίνα να φύγει σε αναζήτηση φαρμάκων. Η αγωνία τους τώρα που χωριζόντουσαν έμοιαζε με την αγωνία βρεφών που για πρώτη φορά βλέπουν τους γονείς τους να φεύγουν από το σπίτι. Δεν ήξεραν αν και πότε θα βλεπόντουσαν ξανά, δεν ήξεραν μήπως τα βήματά τους σε αυτό το βαλς θανάτου τους απομακρύναν για πάντα. Τα βήματα της Ιρίνα καθώς απομακρυνόταν προς την ανατολή ήταν διστακτικά.
Υπήρχε όμως κι ένα άλλο θέμα.
Η ίδια σκέψη είχε στοιχειώσει και τους τρεις εδώ και μέρες. Ίσως ήταν οι τελευταίοι ζωντανοί άνθρωποι. Το είχαν κουβεντιάσει πριν αρρωστήσει ο Στηβ, αλλά δεν κατάφεραν να πάρουν μια απόφαση. Άλλωστε, ήταν φίλοι και συνάδελφοι, άνθρωποι σύγχρονοι και εξελιγμένοι. Δεν είχαν μάθει να προσαρμόζονται σε αναγκαστική τεκνοποιία, κι ακόμα περισσότερο τώρα που το αρσενικό του είδους ψηνόταν στον πυρετό.
Μέσα στη μοναξιά της η Μαρία περίμενε την Ιρίνα να επιστρέψει. Και ο τελευταίος ζωντανός άνδρας αργοπέθαινε. Αποφάσισε να προχωρήσει σε αυτό που έπρεπε να γίνει, σε μια τελευταία προσπάθεια να διασφαλίσουν την επιβίωση του ανθρώπου. Άναψε φωτιές γύρω από το σκάφος. Γδύθηκε, έγδυσε και τον Στηβ. Του εξήγησε τι θα έκανε και μετά τον άγγιξε, τον έτριψε, τον χάιδεψε. Όταν τον ένιωσε έτοιμο κατεύθυνε το πέος του μέσα της. Ο πυρετός δεν του επέτρεπε να διατηρήσει την στύση του, οπότε η Μαρία, με υπομονή, ξεκινούσε ξανά από την αρχή.
Οι φλόγες χορεύουν πάνω στα κορμιά. Ιδρώτας και βογκητά ακούγονται. Ο πυρετός αναμιγνύεται με την αρχαία ηδονή και καταλήγει σε ένα πικρό, τρισάθλιο θρήνο. Δεν έπρεπε να συμβαίνουν όλα αυτά. Είμαστε άνθρωποι, άνθρωποι εκλεπτυσμένοι και όχι πρωτόγονοι. Κι όμως, ξανά και ξανά και ξανά, μια δουλειά που απλώς πρέπει να γίνει, γίνεται. Δεν ακούγονται κουβέντες, δεν υπάρχουν τρυφερότητες, ούτε εξηγήσεις. Μόνο το αίμα που τρέχει στο σώμα ακούγεται να χτυπάει, κι είναι ο αχός του σαν τύμπανα και κρόταλα πρωτόγονων.
Σαν τελετή γονιμότητας αρχαίων λαών, σαν θυσία σε μια Θεά με πελώρια στήθη, συνέβη το αρχέγονο σμίξιμο του άνδρα και της γυναίκας. Μόνο που ο άνδρας είχε απομείνει ένα ταλαιπωρημένο κορμί, καμένο από τον πυρετό και τις ταλαιπωρίες, ξαπλωμένο στο έδαφος, με την γυναίκα να καρφώνεται πάνω του και να τον εξαναγκάζει να ανταμωθεί μαζί της. Μια επαγγελματική ολοκλήρωση, μια αποφασιστική διεκπεραίωση ήταν η αποστράγγιση του σπέρματος. Και η αγωνία να πιάσει τόπο αυτό.
Την τρίτη ημέρα ο Στηβ χειροτέρεψε. Δεν μπορούσε πλέον να τον εξαντλεί. Δυο εικοσιτετράωρα αργότερα πέθανε, πριν επιστρέψει η Ιρίνα και του δοθεί φάρμακο. Η Ιρίνα γύρισε πολύ αργά, και οι γυναίκες έκλαψαν πικρά για τον φίλο τους.
Η Μαρία όμως ήταν έγκυος και εννιά μήνες αργότερα γέννησε δύο υγιή δίδυμα, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Δεν είχαν βρεθεί άλλοι άνθρωποι, η ζωή τους συνέχιζε στην περιοχή που είχε προσγειωθεί το σκάφος, και εκεί μεγαλώσανε τα δύο αδέλφια. Ακόμα και σε αυτό το κοσμικό κουκλοθέατρο που βρέθηκαν να κάνουν τις μαριονέτες, η ζωή συνεχιζόταν. Οι γυναίκες τα αναθρέψανε από κοινού και, όπως άρμοζε στην περίσταση, αποφάσισαν να τα ονομάσουν Αδάμ και Εύα. Την τρομερή ιστορία τους, την ιστορία των τελευταίων εξόριστων της ανθρωπότητας, διάλεξαν να μην την πούνε ποτέ στα παιδιά.
Μερικές δεκάδες χιλιάδες χρόνια αργότερα οι απόγονοι του Αδάμ και της Εύας κατάφεραν να κατασκευάσουν πυρηνική βόμβα.
Για πρώτη φορά.
Ξανά.
ΤΕΛΟΣ
Filed under: Uncategorized | 49 Σχόλια »